- κόνις, σκόνη
- la pols
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
σκόνη — η, Ν 1. πολύ μικρά μόρια στερεάς ύλης, κονιορτός («θωρούσι σκόνης σύννεφο στα ύψη σηκωμένο», Ερωτόκρ.) 2. ποσότητα κονιοποιημένου φαρμάκου, σκονάκι 3. φρ. α) «μ έκανε σκόνη» μτφ. μέ διέλυσε, μέ κατανίκησε β) «ρίχνω σκόνη στα μάτια» μτφ. εξαπατώ,… … Dictionary of Greek
κόνιδα — και κονίδα, η (ΑM κονίς, ίδος, Μ και κόνιδα) αβγά ψείρας, ψύλλου ή κοριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κονίς, ίδος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *knid «ψείρα, αβγό ψείρας» (το ο τού τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολ. επίδραση τής λ. κόνις «σκόνη») και συνδέεται με… … Dictionary of Greek
παγκόνιτος — παγκόνιτος, ον (Α) καλυμμένος παντού με σκόνη, κατασκονισμένος («παγκόνιτα ἄεθλ ἀγώνων» κατασκονισμένοι άθλοι αγώνων, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κόνις «σκόνη»] … Dictionary of Greek
πυριτιδόκονις — και πυριτιδόσκονη, η, Ν σκόνη κονιορτοποιημένης μαύρης πυρίτιδας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πυροτεχνημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιδα + κόνις / σκόνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
στεατόκονις — η, Ν (λόγιος τ.) (φαρμ.) λιπαρή ουσία, σαν σκόνη, που εξάγεται από τον εγκέφαλο ορισμένων ζώων και χρησιμοποιείται στην οποθεραπευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κόνις «σκόνη»] … Dictionary of Greek
συγκονίομαι — ΜΑ κυλιέμαι στη σκόνη μαζί με άλλον, παλεύω με κάποιον καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κονίομαι «σκονίζομαι» (< κόνις «σκόνη»)] … Dictionary of Greek
φιλοκονίμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που χαίρεται να κυλιέται στη σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κόνις «σκόνη» + κατάλ. μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
κρεατόκονις — η το κρεατάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρεο ) + κόνις «σκόνη»] … Dictionary of Greek
λεωκόνητος — και λεωκόνιτος, ὁ (Α) ο εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση τού επιρρ. λέως* «εντελώς, τελείως» + θ. κον (τού καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ κον α), πρβλ. τρι κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση τού κονίω… … Dictionary of Greek
λιροκονίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού βασικού αργιλίου και τού χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. liroconite < liro (< λείριον) + konia (< κόνις «σκόνη»)] … Dictionary of Greek